Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

5η δημοσίευση, λεξιλογικά

Ψάξτε σε λεξικά τις λέξεις: «παραιτούμαι», «επίσκεψη», «ευλάβεια», «επαρκώ», «ώρα»
Σημειώστε για κάθε λέξη:

α) τη σημασία ή τις σημασίες της τώρα και στην αρχαιότητα,

β) την προέλευση κάθε λέξης (ετυμολογία),

γ) τι παρατηρείτε για την εξέλιξη της σημασίας των λέξεων;

δ) τι παρατηρείτε για τις αλλαγές στη μορφή των λέξεων;

Θα χρησιμοποιήσετε
και, αν θέλετε, όποιο άλλο είναι διαθέσιμο.
Επίσης θα ανατρέξετε σε Λεξικό της αρχαίας ελληνικής (στις σελίδες του Τμήματος Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου μπορείτε να βρείτε το Liddell – Scott σε σκαναρισμένη μορφή).
Επίσης, στις σελίδες του Θησαυρού της ελληνικής γλώσσας.


Βγάλτε συμπεράσματα για:

α) την αλλαγή σημασίας (επίσκεψη),

β) την «αντοχή» λέξεων με απώτερη ινδοευρωπαϊκή καταγωγή μέσα στο χρόνο (ώρα),

γ) τα σημασιολογικά δάνεια και για τις ψευδόφιλες λέξεις (παραιτούμαι),

δ) τη σημασία που είχε η ελληνιστική κοινή στην εξέλιξη της γλώσσας,

ε) την ινδοευρωπαϊκή προέλευση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας


στ) προσπαθήστε να βγάλετε γενικότερα συμπεράσματα για την έννοια της ετυμολογίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στα ζητούμενα των Γενικών Εξετάσεων.

5 σχόλια:

  1. ευλάβεια
    ν.ε. σημασία: έκφραση τιμής, λατρείας και ταπείνωσης προς το θείο ή προς κάτι που θεωρείται ιερό, με πολύ μεγάλη προσοχή, με προσήλωση.

    α.ε. σημασία: προσοχή, προφύλαξη, περίσκεψη, προσοχή ή εγρήγορση για κάτι ή για την αποφυγή κάποιου πράγματος, με γενική σημαίνει: φροντίδα, μέριμνα, φρόνηση, σύνεση, ευσέβεια.

    Στο λεξικό liddell scott (http://myria.math.aegean.gr/lds/web/index.php) δεν καταφέραμε να δούμε τις λέξεις διότι βρίσκεται σε σκαναρισμένη μορφή και δεν φαίνεται τίποτα.

    Σχετικά με την αλλαγή στη σημασία της λέξης μπορούμε να διακρίνουμε πως:
    στην α.ε. η λέξη ευλάβεια σήμαινε πέρα από προσοχή και προσήλωση σήμαινε και: εγρήγορση για κάτι ή για την αποφυγή κάποιου πράγματος ή φροντίδα, μέριμνα, φρόνηση, σύνεση, ευσέβεια. Επομένως με το πέρασμα του χρόνου η μία σημασία της λέξης χάθηκε και επικράτησε η άλλη.
    Η άλλη αλλαγή που έχει γίνει στη λέξη έχει να κάνει με τον τονισμό αφού στην ν.ε. δεν υπάρχουν πνεύματα (συγκεκριμένα ψιλή) αλλά μόνο η οξεία.
    Όσον αφορά την ετυμολογία της λέξης προέρχεται από το ευ + λαβείν: δλδ. κρατώ καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. α) επίσκεψη: Αναζητώντας τη σημασία της λέξης "επίσκεψη" στην αρχαία ελληνική διαπιστώνουμε ότι δε μπορούμε να διακρίνουμε τα γράμματα στην εικόνα που παρουσιάζεται στο λεξικό Liddell – Scott, εξαιτίας της μικρής ανάλυσης της εικόνας και συγχρόνως της κακής ποιότητας του προγράμματος. Το σχολικό βιβλίο ερμηνεύει τη λέξη αυτή με την έννοια του παρατηρώ, εξετάζω, προσέχω, μελετώ. Αντίθετα, στη νεοελληνική γλώσσα σημαίνει 1) μετάβαση σε άλλον τόπο χωρίς μόνιμη εγκατάσταση σ΄ αυτόν 2) μετάβαση στο χώρο που βρίσκεται κάποιος αλλά και μετάβαση σε άλλο χώρο ιδίως εργασιακό.
    β) παραιτούμαι: Ωστόσο, όπως επισημαίναμε και πριν το λεξικό Liddell – Scott δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις προσδοκίες μας, με αποτέλεσμα να μη γίνεται δυνατή η εύρεση της σημασίας στην αρχαιότητα. Σύμφωνα με το σχολικό βιβλίο, όμως, το "παραιτούμαι" σημαίνει αιτούμαι, ζητώ κάτι ως χάρη από κάποιον. Εντούτοις στο λεξικό της κοινής ελληνικής η λέξη αυτή σημαίνει 1) αποχωρώ εκούσια από μια θέση, μια υπηρεσία, εγκαταλείπω ένα αξίωμα που κατείχα, υποβάλλω παραίτηση, 2) εγκαταλείπω εκουσίως δικαιώματα ή απαιτήσεις μου.
    γ) ώρα: Στο Liddell-Scott λεξικό για ακόμα μία φορά τα γράμματα δεν είναι ευανάγνωστα, ενώ στο σχολικό βιβλίο η λέξη παράγεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα από την οποία στα αγγλικά παράγεται λέξη year. Ωστόσο, σημαίνει ακόμη ορισμένος χρόνος, χρονική περίοδος που ορίζεται από τους φυσικούς νόμους, περίοδος τους έτους, του μήνα αλλά και της ημέρας. Επιπρόσθετα, εποχή του έτους-ακμή. Όπως παρατηρείται στο λεξικό της Πύλης 1) μονάδα μέτρησης του χρόνου· διάστημα χρόνου που ισούται με το 1/24 της ημέρας, 2) μέρος του χρόνου, χρονικό διάστημα κατά το οποίο γίνεται, συμβαίνει, υπάρχει, ισχύει, 3) 3α. συγκεκριμένη χρονική στιγμή της ημέρας και 3β) χρονική στιγμή ενός συγκεκριμένου γεγονότος, 4) ο κατάλληλος χρόνος για κάτι, 5) ρολόι, 6) για τον υπολογισμό της ώρας σε ορισμένο σημείο της γης ή σε ορισμένη εποχή με βάση το μεσημβρινό του Γκρήνουιτς και τέλος 7) Ώρες καθώς επίσης και προστάτιδες της αύξησης και της ευημερίας. Καταληκτικά, η μοναδική λέξη που διατηρεί τη σημασία τόσο στην αρχαιότητα όσο και στη σύγχρονη εποχή είναι η λέξη "ώρα".

    Κατερίνα, Δήμητρα, Αντιγόνη, Αναστασία, Θωμαή, Θεοδώρα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. επαρκώ
    ν.ε. σημασία: είμαι αρκετός, υπάρχω στην αναγκαία ποσότητα ή για πρόσωπο έχω τις απαραίτητες ικανότητες για κάτι
    α.ε. σημασία: χορηγώ, παρέχω κάτι σε ικανοποιητικό βαθμό.

    Σχετικά με την αλλαγή στη σημασία της λέξης παρατηρούμε: ότι η έχει αλλάξει η διάθεση, στην ν.ε. είχε ουδέτερη διάθεση ενώ στην α.ε. ενεργητική.
    Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το επί + αρκώ την οποία δεν βρήκαμε στο σχολικό βιβλίο -κάτι που θεωρούμε σημαντική παράλειψη- αλλά σε ένα ηλεκτρονικό λεξικό (http://www.lexigram.gr/lex/omor/%CE%B5%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%BA%CF%8E#Hist0)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ώρα:
    ν.ε. σημασία: μονάδα μέτρησης του χρόνου· διάστημα χρόνου που ισούται με το 1/24 της ημέρας, μέρος του χρόνου, χρονικό διάστημα κατά το οποίο γίνεται, συμβαίνει, υπάρχει, ισχύει κτλ κάτι, συγκεκριμένη χρονική στιγμή της ημέρας, χρονική στιγμή ενός συγκεκριμένου γεγονότος, ο κατάλληλος χρόνος για κτ, ρολόι, για τον υπολογισμό της ώρας σε ορισμένο σημείο της γης ή σε ορισμένη εποχή με βάση το μεσημβρινό του Γκρήνουιτς, ονομασία ακολουθιών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προστάτιδες της αύξησης και της ευημερίας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. α.ε. σημασία: χρονική περίοδος, κατάλληλη στιγμή

    Ως προς τη σημασία της λέξης παρατηρούμε ότι έχει σαφώς αλλάξει αφού έχουν προστεθεί πολλές άλλες σημασίες πέρα από τη χρονική περίοδο και την κατάλληλη στιγμή.
    Ετυμολογία της λέξης δεν κατορθώσαμε να βρούμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή